- χουφταλο
- moruk
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
χούφταλο — και φούχταλο, το, Ν (σκωπτ.) πολύ γέρος άνθρωπος που δεν έχει καμία σωματική ή ψυχική δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φούχτα / χούφτα + κατάλ. αλο (πρβλ. θρύψ αλο). Κατ άλλους, ωστόσο, ο τ. έχει προέλθει μέσω ιδιωματικού τ. κούφταλο / κούχτελο από το ρ.… … Dictionary of Greek
κούφταλο — το βλ. χούφταλο … Dictionary of Greek
σαράβαλο — το, Ν 1. καθετί που βρίσκεται σε κακή κατάσταση, καθετί το παλιό, το άχρηστο ή φθαρμένο, ερείπιο («το αυτοκίνητό του είναι σκέτο σαράβαλο») 2. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ καταβεβλημένο, ιδίως ηλικιωμένο, άτομο, ραμολί, χούφταλο β) τελείως… … Dictionary of Greek
φούχταλο — το, Ν βλ. χούφταλο … Dictionary of Greek
γερομπαμπαλής — ο ο πολύ γέρος, το χούφταλο: Κοίτα το γερομπαμπαλή, γλυκοκοιτάζει τις κοπέλες! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κούφταλο — κούφταλο, το και χούφταλο, το άνθρωπος πολύ γέρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φούχταλο — φούχταλο, το και χούφταλο, το ο πολύ γέρος, ο πολύ ηλικιωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)